- γαλοῦχος
- γαλοῦχοςwet-nursemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλοῦχοι — γαλοῦχος wet nurse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλοῦχον — γαλοῦχος wet nurse masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλούχους — γαλοῦχος wet nurse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλούχων — γαλοῦχος wet nurse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek